- μέθυσμα
- μέθυσμα, ατος, τό,A an intoxicating drink, LXX 1 Ki.1.15, Je.13.13, Ph.1.324, al.: metaph., ib.296.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέθυσμα — (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) [μεθύω] μέθη, μεθύσι αρχ. μεθυστικό ποτό … Dictionary of Greek
μέθυσμα — an intoxicating drink neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυσμάτων — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύσματι — μέθυσμα an intoxicating drink neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύσματος — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασισοποσία — η η πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ αυτό: Το χαν ρίξει στη χασισοποσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)